συνυποτίθεμαι

συνυποτίθεμαι
Α [ὑποτίθεμαι]
1. θεωρώ κάτι ακόμη ως δεδομένο
2. επινοώ κάτι από κοινού με κάποιον άλλο
3. προτείνω ή συμβουλεύω κάποιον επιπροσθέτως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνυποθοίμεθα — συνυποτίθεμαι assume also aor opt mid 1st pl συνυποτίθεμαι assume also 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποθέσθαι — συνυποτίθεμαι assume also aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποτιθέμενος — συνυποτίθεμαι assume also pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”